ἀπόρροια

ἀπόρροια
ἀπόρροια, ας, ἡ (ἀπορρέω; since Xen., Hell. 5, 2, 5, also Wsd 7:25; Philo, Ath.) lit. ‘a flowing off, a stream’; esp. emanation αὐτὴ ἡ ἀ. τῆς ἐννοίας she, the emanation itself of the (divine) mind Ox 1081 30f (SJCh 90, 7f)=Otero I no. 3 p. 83 (cp. Herm. Fgm. 23, 3 al. and Rtzst., Poim., p. 16, n. 4).—DELG s.v. ῥέω C.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπορροίᾳ — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροια — effluvia fem nom/voc sg ἀπορρόη fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρροια — η (AM ἀπόρροια) [απορρέω] νεοελλ. επακολούθημα, συνέπεια αρχ. μσν. (για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση …   Dictionary of Greek

  • ἀπορροίας — ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπόρροια effluvia fem gen sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem acc pl ἀπορροίᾱς , ἀπορρόη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροίαι — ἀπορροίᾱͅ , ἀπόρροια effluvia fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπορροίᾱͅ , ἀπορρόη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροιῶν — ἀπόρροια effluvia fem gen pl ἀπορρόη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορροίαις — ἀπόρροια effluvia fem dat pl ἀπορρόη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροιαι — ἀπόρροια effluvia fem nom/voc pl ἀπορρόη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρροιαν — ἀπόρροια effluvia fem acc sg ἀπορρόη fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”